Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΤΣΙΓΓΑΝΙΚO ΠΑΡΑΜΥΘΙ


«Ισινέ ντα νασινέ...
(Ήτανε δεν ήτανε…)»
Έτσι αρχίζουν τα τσιγγάνικα παραμύθια...

Τα παραμύθια είναι προϊόντα λαϊκής παράδοσης και το περιεχόμενο τους αποκαλύπτει τις ιδιαιτερότητες του κάθε λαού. Αντανακλούν και ικανοποιούν τις βαθύτερες ανάγκες λειτουργώντας σαν καθρέφτης των προσδοκιών τους.

Παραδοσιακά τσιγγάνικα παραμύθια συγκεντρώθηκαν από όλη την Ελλάδα, ηχογραφήθηκαν στην ρομανί, μεταφράστηκαν και παρουσιάζονται σήμερα από ομάδα εφήβων που ζουν στο Ζεφύρι.

Το τσιγγάνικο παραμύθι και απόψεις για τις ψυχολογικές του συνιστώσες μπορείτε να βρείτε στην περιοδική έκδοση "τσιγγάνικα παραμύθια" που κυκλοφορούν από τον φορέα της Κλίμακα.



Κέρκυρα, Καταυλισμός Λιβάδι Ροπα:

 "Η Κλυμήντω"
 Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια οικογένεια που είχε πέντε κόρες και πέντε αγόρια, ήτανε δέκα παιδιά στην οικογένεια. Η οικογένεια αυτή ήταν αρχοντόγυφτοι, από την Μακεδονία.
Αλλά η μια, η πιο μικρή κόρη ήταν πάρα πολύ όμορφη, είχε ωραίο μαλλί, ψηλή, αδύνατη και μελαχρινή. Στη φυλή αυτή, για να παντρευτεί μια κόρη, έπρεπε ο πατέρας να δώσει πάρα πολλά χρήματα. Έρχεται τότε κάποιος και ζητάει την μικρή την κόρη να την παντρευτεί.
-Θέλεις την μεγάλη; την παίρνεις. Την μικρή όμως όχι, του απαντάει ο πατέρας. Δεν μπορώ να σου την δώσω. Δεν έχει παντρευτεί η μεγάλη. Να παντρευτεί η μεγάλη και θα σου την δώσω τη μικρή μου.
Τέλος πάντως, φύγανε. Είχανε βάλει όμως ένα πρόγραμμα, να την κλέψουν την μικρή την τσιγγάνα.
Ο πατέρας της κοπέλας όμως το κατάλαβε. Ήταν τόσο πολύ έξυπνος που κατάλαβε ότι θα του την κλέβανε την μικρή του τη κόρη.
-Άκου να δεις, του λεει του άλλου του τσιγγάνου. Να μείνουμε όλοι εδώ λεω εγώ, όλοι ενωμένοι κι όταν μεγαλώσει η μικρή μου και παντρέψω και τις άλλες, θα σου τηνε δώσω.
Οι άλλοι όμως, δεν τηρήσανε τον λόγο τους και το ίδιο βράδυ πάνε να κλέψουνε την κόρη την ομορφότερη.
Σηκώνεται ο πατέρας το βράδυ που το είχε βάλει σε κακό και αρχινάει να τα μετράει τα παιδιά του. Τα μέτραε, τα ξαναμέτραε, πέντε τα αγόρια του, πέντες και οι κόρες.
-Τι έπαθες άντρα μου; τι γυρνάς και κάνεις βραδιάτικα μέσα στο σπίτι;
-Η Κλυμήντω μας, η Κλυμηντίνω μας, γυναίκα, φοβάμαι θα μας το αρπάξουνε το κορίτσι. Θα μας την πάρουνε και τι θα κάνω εγώ μετά. Δε μπορώ γυναίκα.
-Σήκω κι άμα δε μπορείς, τώρα αυτήν τη στιγμή, μάζεψε το τσαντίρι να φύγουμε.
-Και που θα πάμε;
-Να φύγουμε από δω.
Κι έτσι όπως το βράδυ μαζεύανε τα πράγματα για να φύγουνε στα κρυφά μη τους καταλάβει κανένας, μπήκανε μέσα οι άλλοι οι τσιγγάνοι και του την κλέψανε την μικρή του την Κλυμήντω.
Αυτός ο καημένος, γράμματα δεν ήξερε, μάζευε ένα ένα τα παιδιά να τα βάλει μέσα στο κάρο να φύγουνε. Αλλά έτσι φουρτουνιασμένος που ήτανε, του ξέφευγαν τα παιδιά, ένα έπιανε και δυο άφηνε. Τα μετράει στο τέλος, παραπάνω από δέκα του βγαίνανε.
-Για στάσου βρε γυναίκα, για όνομα του θεού, εδώ πέρα ξέρεις τι έχω κάνει; εδώ εγώ έχω σηκώσει παραπάνω παιδιά, δεν έχω μετρήσει δέκα, θα τρελαθώ.
Με τα πολλά, ξημέρωσε. Τα έχασε ο άνθρωπος. Τα μετράει, τα ματαμετράει, εννιά στο λογαριασμό. Η κοπέλα είχε εξαφανιστεί, την είχανε πάρει πλέον. Καπνός!
-Αντί να φύγουμε εμείς, φύγανε αυτοί και μας πήρανε και την κοπέλα μας. Βρέθηκαν αυτοί πιο έξυπνοι από μας. Εμείς, τώρα; δεν ξέρουμε τώρα τι να κάνουμε.
-Τη κοπέλα μου, την Κλυμήντω μου θέλω γυναίκα, έλεγε και ξανάλεγε ο πατέρας.
-Ησύχασε εσύ άντρα μου και γω θα σου τηνε βρω. Γη και ουρανό θα κινήσω και θα σου τηνε φέρω.
Η γυναίκα τώρα, τον πόναε τον άντρα της που βασανιζότανε για την Κλυμήντω του. Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, μέσα απ΄ τα πουρνάρια και απ΄ τα βουνά, τίποτα. Πουθενά η Κλυμήντω.
Είδε και απόειδε η γυναίκα, πάει και βρίσκει την κόρη της την μεσαία.
-Ρε κοπέλα μου, της λέει.
-Τι θες ρε μάνα;
-Τι να κάνουμε που μας πήρανε την Κλυμήντω μας; Δεν μπορείς να κάνεις εσύ κάτι;
-Τι να κάνω ρε μάνα;
-Να γίνεις εσύ η Κλυμήντω!
-Τι λες μάνα; Γίνεται αυτό που μου λες; Να κάνω εγώ την αδερφή μου;
Αλλά η μάνα επέμενε και με τα πολλά την έπεισε.
Για να ξεχωρίζουν τα κορίτσια τότε τους πλέκανε με πλεξούδες τα μαλλιά. Την μικρή όμως και την πιο όμορφη, για να την ξεχωρίζει ο πατέρας από τις άλλες της πλέκανε και μια πλεξούδα παραπάνω στη κορυφή του κεφαλιού.
Την παίρνει η μάνα την μεσαία την κόρη της και της πλέκει τα μαλλιά έτσι όπως τα έπλεκε κάθε πρωί στην Κλυμήντω ώσπου την έκανε ίδια με αυτήν.
-Και τώρα που με έκανες ίδια μάνα με την Κλυμήντω και εγώ θα είμαι σαν αυτήν, εμένα δεν θα με αναζητήσει ο πατέρας; Δεν θα πει, που είναι η κόρη μου η μεσαία;
-Και τι να κάνουμε κόρη μου; Θα πεθάνει ο πατέρας σου αν δεν έρθει η μικρή του.
-Ό,τι μου ΄κανες μάνα, θα σου κάνω. Θα πάρεις εσύ τώρα την θέση μου. Όπως έγινα εγώ η Κλυμήντω για χάρη σου και για χάρη του πατέρα, έτσι κι εσύ θα γίνεις εγώ.
-Και πως κόρη μου; Δε θα ρωτήσει για μένα ο πατέρας σου; Που θα πάω εγώ; Να με σκοτώσεις θέλεις;
-Εσύ θα πάρεις τη θέση μου. Και θα είσαι εδώ σαν παρουσία, αλλά θα λείπεις.
-Τι μου λες κορίτσι μου; Τι μου λες κοπέλα μου; Για όνομα του Θεού! Θα είμαι εδώ και θα λείπω; Τι πράγματα είναι αυτά;
Μπαίνει μέσα ο άντρας της τότε.
-Έλα, του λέει, να τη η κοπέλα σου ήρθε! Σου την έφερα!
Την πιάνει τότε ο πατέρας στην αγκαλιά του και την αρχίζει με χάδια και φιλιά και όλο γλέντια και χαρές εκείνη την ώρα στο σπίτι.
-Βρε γυναίκα, της κάνει μια φορά, πού είναι τα άλλα τα παιδιά;
-Άλλα άντρα μου πήγαν για νερό, άλλα πήγαν για ξύλα, άλλα πήγαν για διακονιά, ό,τι μπορούν τα παιδιά μας για να ζήσουμε.
Με τα πολλά, πάει για ύπνο ο πατέρας και μένει η μεσαία η κόρη με την μάνα.
-Άντε μάνα, της κάνει η κόρη της, άντε και να βγάλεις τα ρούχα σου τώρα να παίξεις και συ τον ρόλο σου έτσι όπως μου ζήτησες κι εσύ να παίξω τον δικό μου.
-Και που θα πούμε ότι πήγα εγώ κόρη μου;
Κάτσε και θα δεις, της λεει η κόρη της. Την παίρνει και την πάει σε μια καλύβα παραπέρα που έμενε η γιαγιά της.
-Ο πατέρας μου είναι γιος σου γιαγιά. Κι έχει μεγάλο καημό. Μας κλέψανε την Κλυμηντίνη.
-Μα πως παιδί μου έγινε το κακό;
-Αααα, γιαγιά, άμα θέλει κανείς, εκατό πρόβατα φυλάει, μια γυναίκα δεν την φυλάς.
-Αλλά την βρήκαμε γιαγιά.
-Και πες μου κόρη μου, την ατιμήσανε την Κλυμηντίνη μας;
-Αααα, όχι γιαγιά, τίποτα, δεν την αγγίξανε.
Με τα πολλά όμως αποφάσισαν να πουν την αληθινή ιστορία. Τους άκουγε η γιαγιά.
-Και τώρα τι θέλεις από μένα κόρη μου να κάνω;
-Άκου, γιαγιά. Θα τρέξεις εσύ τώρα στον πατέρα μου και θα φωνάξεις ότι έφυγε η μάνα μου, πήγε στους δικούς της.
-Και γιατί θα το πω κόρη μου;
-Γιατί αλλιώς, πως θα πιστέψει ότι εγώ είμαι η Κλυμήντω και η μάνα μου πήρε τη δική μου την θέση; Και θα πούμε ότι η μάνα μας έφυγε αλλά αυτή θα είναι μέσα στο σπίτι.
Η γριά η κακομοίρα κινάει κι αυτή να πάει προς το σπίτι να βρει τον γιο της
-Πως από δω μάνα; Της λέει αυτός όταν την βλέπει.
-Ε, αφού δεν έρχεστε εσείς να με δείτε, είπα να έρθω εγώ γιε μου.Έφυγε η γυναίκα σου και ήρθε και με βρήκε. Και μου είπε ότι η μάνα της είναι βαριά άρρωστη γιε μου, και πως πρέπει να πάει να την βρει, να την βοηθήσει να γίνει καλά γιατί τηνε πονάει, μάνα είναι και αυτή και ξέρει από πόνο. Έτσι είναι παιδί μου η γυναίκα, πονετική, γιατί όποιος έχει γεννήσει και κουβαλάει μέσα του το παιδί του, ξέρει να πονάει.
-Αν είναι έτσι μάνα, στο καλό της εκεί που πήγε.
Ευχαριστήθηκε τότε η γιαγιά, “έξυπνες είναι οι εγγονές μου! Τονε σώσανε τον γιο μου. Θα μαράζωνε για την μικρή του την Κλυμήντω, μπράβο τους!”.
Με τη συζήτηση, ήρθανε και τα κορίτσια και η γυναίκα που ήταν μεταμφιεσμένη στη μεσαία την κόρη. Μα η γυναίκα του ήτανε ξανθιά και είχε ανοιχτό δέρμα ενώ τα κορίτσια της ήταν όλα μελαχρινά. Για να τον ξεγελάσουν έτσι τον πατέρα και να μην καταλάβει πήρανε κάρβουνο από την πυροστιά και το μουτζουρώσανε το πρόσωπό της. Πάνε καμιά φορά στον πατέρα:
-Γεια σου πατέρα, έκανε η γυναίκα του που ήταν μεταμφιεσμένη σαν την κόρη του, με φωνή που προσπαθούσε να αλλάξει.
-Μπα, πως μιλάει έτσι η κόρη μου σήμερα; σκέφτηκε ο πατέρας, τι έχει η φωνή της; Τον βλέπει έτσι να απορεί η γιαγιά και τον ρωτάει "τι έπαθες γιόκα μου;".
-Τι να πάθω μάνα; να, το κορίτσι μας, πως μιλάει έτσι, τι έπαθε η φωνή της;
-Ααα, γιόκα μου, του κάνει αυτή, Δε σου το 'πα! Εκεί καθώς πηγαίναμε και περπατούσαμε και περπατούσαμε και τελειωμό δεν είχε ο δρόμος, δίψασε η κόρη σου και από την δίψα της δεν το κατάλαβε και αντί για νερό ήπιε πετρέλαιο το κορίτσι!
-Ααα, αυτό ήταν! Και δε μου λες ρε μάνα, γιατί το κορίτσι είναι τόσο μαύρο σήμερα, τι έπαθε το πρόσωπό του;
-Γιόκα μου, δεν σου το εξήγησα; εκεί που έπινε το κορίτσι μας το πετρέλαιο, το έφτυσε όταν το κατάλαβε και γέμισε το πρόσωπό του! Και της κάνει νόημα να φύγει από κοντά του, μην την καταλάβει.
Καθώς πήγε αυτή κοντά στο παραθύρι και έπεφτε βροχή και την μούσκευε, άρχισε να φεύγει η μουτζούρα από το πρόσωπό της.
-Τι έπαθες κορίτσι μου; Τι έπαθε το πρόσωπό σου;κάνει πάλι ο πατέρας.
-Τι να πάθει; του απαντάει η γιαγιά, ζεστάθηκε το κορίτσι τόση ζέστη που κάνει και ίδρωσε!
-Παράξενα μου τα λες μάνα σήμερα, παράξενα και δεν έχω και την γυναίκα μου εδώ, πάει έφυγε κι αυτή!
-Τι λες γιόκα μου; του κάνει μέσα στην ταραχή της αυτή, κι αυτή εδώ ποια είναι; η γυναίκα σου δεν είναι;

Πούπα Αναγνωστοπουλου






5 σχόλια:

  1. mporeite na mou peite an sas einai eukolo pou mporw na brw biblia pou na emperiexoun tsigganika paramithia tis Elladas? sas euxaristw polu!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΠΕΡΑ ΟΣΟΙ ΕΚΦΡΑΖΟΥΝ ΤΕΤΟΙΑ ΕΜΕΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ @ΝΙΚ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τάκης Γιαννακόπουλος «Τα τσιγγάνικα παραμύθια»
    «Από το στόμα στο χαρτί» – Μία έκδοση της βουλής των Ελλήνων, με τσιγγάνικα παραμύθια απ’ τον οικισμό των Σοφάδων
    Ρίτας Σπανούλη Γιώργου Δικαίου Λεπενιώτη «Παραμύθια των Ρομά»,

    ΑπάντησηΔιαγραφή