Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

ΡΟΜΑ... ΔΕΝ ΘΑ ΤΟΥΣ ΧΑΣΕΙ ΚΑΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ


ΟΙ «ΔΙΚΟΙ ΜΑΣ ΞΕΝΟΙ» ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ
«Οι  παρακάμ­ψεις αυτές είναι για να αποφύγου­με την α­στυνομία. Δεν έχω άδεια οδήγησης», ομολογεί απρόθυμα ο Μπλάγκο.
Ο νεαρός άνδρας σοφάρει με χέρι σταθερό, σε έναν φιδωτό δρόμο που οδηγεί από τα τελευταία προά­στια της Σόφιας στην πελώρια συ­νοικία της Φακουλτέτα. Εκεί ζουν πάνω από τους μισούς από τους 300.000 Ρομά της βουλγαρικής πρωτεύουσας. Το πρόσωπο του εί­ναι ανέκφραστο, ενώ το βλέμμα του επαγρυπνεί. Οι σειρές των κτιρίων της σοσιαλιστικής περιόδου εξαφα­νίζονται σιγά-σιγά πίσω από χαμόδεντρα και σωρούς σκουπιδιών.

«Εδώ, είναι αδύνατο να εισέλθει κανείς χωρίς οδηγό, καθώς, ύστερα από τις αναταραχές τον φθινοπώ­ρου τον 2007, η συνοικία περιφρουρείται. Ομάδες βούλγαρων εξ­τρεμιστών έρχονται συχνά για να μας προβοκάρουν έτσι ειδικά μετά το θάνατο ενός Ρομά, τον περασμένο Σεπτέμβριο, οι κάτοικοι αναγκά­στηκαν να οργανωθούν», επισημαί­νει ο Μπατίστ Ριότ, νεαρός καθη­γητής γαλλικών που παραδίδει μα­θήματα φωτογραφίας στα παιδιά του μαχαλά της τσιγγάνικης συ­νοικίας. Εξηγεί: «Τα μόνα μέρη ό­που οι δύο πληθυσμοί συναντιούνται ακόμη είναι οι αγορές, στην πε­ριφέρεια της τσιγγάνικης πόλης, γιατί οι τιμές είναι πιο προσιτές απ' ό,τι στο κέντρο της Σόφιας».
Εκτός των τειχών
Συμμετέχοντας στον ενεργό πλη­θυσμό ήδη από την ηλικία των 15 ή 16 ετών, ελλείψει οικονομικής ευ­χέρειας για να συνεχίσουν τις σπουδές τους, οι νέοι μαζεύουν και ξεδιαλέγουν σκουπίδια από τους δρόμους της Σόφιας: «Είμαστε τυχεροί. Καθώς εργάζομαι σε ένα δη­μοτικό σχολείο και τα παιδιά μου έ­χουν σχετικά ανοιχτόχρωμο δέρμα, μπορούν να δουλέψουν στα εργοτά­ξια μαζί με τους Βούλγαρους», δη­λώνει με περηφάνια η Μιμί. Άλλοι υποχρεώνονται να αρκεστούν σε α­πλές δουλειές του ποδαριού.
Σύμφωνα με την Ιλόνα Τόμοβα, του Ινστιτούτου Κοινωνιολογίας της Σόφιας, μόνο το 18% του ενεργού πληθυσμού των Ρομά δήλωναν ότι έχουν κάποια απασχόληση το 2001. Ακόμη και αν, έκτοτε, οι στα­τιστικές βελτιώθηκαν κάπως, η κοι­νωνική κατάσταση της μειονότητας αυτής παραμένει ανησυχητική.
«Υπομένουν συνεχείς διακρίσεις στον τομέα της εργασίας, της εκπαί­δευσης ή της υγείας. Ο μέσος Βούλ­γαρος έχει φίλους Ρομά με τους ο­ποίους πηγαίνει για καφέ ή βγαίνει για ένα ποτό, αλλά ο Ρομά είναι αυτός που ενσαρκώνει όλες τις δια­στροφές του κόσμου», αναστενάζει ο Μαρσέλ Κουρτιάντ, διδάσκων της γλώσσας Ρομανί στο Εθνικό Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμών (Ιnαlco).
Ο διωγμός των Τσιγγάνων έχει τις ρίζες του στη μακρινή ιστορία.




  • Ø Φτάνοντας από τη βόρεια Ινδία σε διαδοχικά κύματα, εμφανίζο­νται στην Ευρώπη ανάμεσα στον 14ο και στον 15ο αιώνα.






  • Ø Το 1348, υπάρχουν μαρτυρίες για τους Cingαrijε στο Πρίζρεν (Κόσοβο), ενώ, από το 1385, ορισμένα κείμενα κάνουν λόγο για οικογένειες που ζουν σε καθεστώς σκλα­βιάς στη Βλαχία και στη Μολδαβία. Η διασπορά των πληθυσμών συνεχίζεται κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα, συχνά με τις ευλογίες των τοπικών διοικητικών αρχών.






  • Ø Έτσι, το 1417, ο γερμανορωμαίος αυτοκράτορας Σιγισμούνδος Α΄ παραχωρεί ευμενή συστατική επι­στολή σε ομάδες Ρομά οι οποίες προέρχονταν από τη Βοημία -εξ ου και η ονομασία «Βοημοί» η οποία τους αποδίδεται.






  • Ø Στα οθωμανικά Βαλκάνια, οι Ρο­μά εντάσσονται στο διοικητικό, οικονομικό και στρατιωτικό σύστημα της αυτοκρατορίας. Ορισμένοι, πυριτιδοποιοί και οπλουργοί, ακο­λουθούν τα στρατεύματα της Υψη­λής Πύλης. Άλλοι εγκαθίστανται στις αγροτικές ζώνες, ως τεχνίτες ή γεωργοί. Από τους τελευταίους προέκυψαν οι «μαχαλάδες» πολυάριθμων πόλεων της Ν.Α. Ευρώπης, ιδίως στο Πρίζρεν και στη Μιτροβίτσα στο Κόσοβο.






  • Ø Ανεκτοί για τις ικανότητες τους σε περιόδους ειρήνης και αφθονίας, οι Τσιγγάνοι υφίστανται την καταστολή και τον λαϊκό διωγμό ό­ταν η οικονομική ή η πολιτική κα­τάσταση δεν πηγαίνει και τόσο κα­λά. Στον ρου των αιώνων, οι εξο­στρακισμοί πολλαπλασιάζονται, ε­ξωθώντας τους στη μετανάστευση.






  • Ø Στα τέλη του 17ου αιώνα, ένα κύ­μα καταφτάνει στη Βουλγαρία, διαφεύγοντας από την ένοπλη διαμάχη ανάμεσα στην Αυστρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία.






  • Ø Επίσης, το 1860, η κατάργηση της δουλείας στα πριγκιπάτα της Ρουμανίας προκαλεί νέο κύμα διασπο­ράς σε όλη την Ευρώπη.






  • Ø Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκο­σμίου Πολέμου, η γενοκτονία των ναζί στοιχίζει τη ζωή σε εκατοντά­δες χιλιάδες Ρομά, το μαρτύριο των οποίων θα αγνοηθεί από το δικα­στήριο της Νυρεμβέργης. Μάλιστα, ο αριθμός των αγνοουμένων Ρομά στο στρατόπεδο Σατζμίστε, κοντά στο Βελιγράδι, παραμένει άγνω­στος. Μόλις το 2007 στοιχειοθετή­θηκε η λίστα των τσιγγάνων θυμάτων του στρατοπέδου του Γιασένοβατς, στην Κροατία.



Μια ζωή στο δρόμο
Σήμερα, σύμφωνα με τις εκτιμή­σεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, περίπου δέκα εκατομμύρια Ρομά ζουν στη Γηραιά Ήπειρο, από το Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τη Ρωσία: διαμορφώνουν έτσι την πολυπληθέ­στερη διασυνοριακή μειονότητα.
Κυνηγημένοι από τους πολέμους ή από την ένδεια, οι Ρομά των Βαλκανίων εγκαταστάθηκαν μαζικά, συχνά παράνομα, στη Δύση, επανασυνδεόμενοι με διάφορες τοπι­κές ομάδες (Αθίγγανοι, Μανούχ κ.λπ.) με τις οποίες, κατά τα άλλα, διατηρούν ελάχιστους δεσμούς.
Οι διεθνείς θεσμοί, ιδίως η Ευ­ρωπαϊκή Ένωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης, απέκτησαν σαφή ει­κόνα του εν λόγω μεταναστευτικού κύματος κατά τη διάρκεια των τε­λευταίων είκοσι ετών. Ως απόρ­ροια, έγιναν προσπάθειες για την υποχρεωτική εκπαίδευση των πλη­θυσμών. Όμως υπομένουν πολλές άλλες διακρίσεις, καθώς και την ο­λοένα και διογκούμενη φτώχεια, για την καταπολέμηση της οποίας έχουν αυξηθεί οι πρωτοβουλίες.
Η Δεκαετία για την Ενσωμάτωση των Ρομά, η οποία εγκαινιάστηκε το 2005 με την υποστήριξη της Πα­γκόσμιας Τράπεζας, του Προγράμ­ματος των Ηνωμένων Εθνών για την Ανάπτυξη (NUPD) και της Ευ­ρωπαϊκής Ένωσης, αποσκοπεί να διευκολύνει την πρόσβαση τους στην εκπαίδευση, στην εργασία, στην υγεία και στη στέγη σε εννέα χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων.
Όμως, πάνω από τρία χρόνια από την έναρξη του εγχειρήματος, οι ειδικοί κρίνουν τα αποτελέσματα α­πογοητευτικά. Παρ' όλο που η κοι­νή γνώμη συνειδητοποιεί σιγά-σιγά τον διεθνικό χαρακτήρα του ζητή­ματος, τα κράτη συνεχίζουν να δι­στάζουν να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την πλήρη ενσωμάτωση.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι Τσιγγάνοι των Βαλκανίων υπήρξαν τα πρώτα θύματα της διά­λυσης της Γιουγκοσλαβίας και της πτώσης των κομμουνιστικών καθε­στώτων. Λησμονημένοι από τις νέες κυβερνήσεις, έγιναν ακόμη φτω­χότεροι εξαιτίας της οικονομικής μετάβασης, ενώ μετατράπηκαν σε στόχο των αναδυόμενων βίαιων εθνικισμών και σε αποδιοπομπαίους τράγους των διακοινοτικών συγκρούσεων. Εν ολίγοις, οι κοινότη­τες τους βρέθηκαν στο κοινωνικό περιθώριο και υπέστησαν ακόμη σε μεγαλύτερη ένταση έντονη τη βία, ακόμη και πραγματικά πογκρόμ.
Η Τόμοβα υπενθυμίζει: «Το 1989, οι Ρομά χαρακτηρίζονταν α­πό το υψηλότερο ποσοστό απασχό­λησης εργαζομένων σε ολόκληρη τη Βουλγαρία: το 83% του ενεργού πληθυσμού εργαζόταν. Το 1993, απέμενε μόλις το 30%. Ορισμένοι Ρο­μά δεν έχουν πλέον πρόσβαση στην αγορά εργασίας από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Έκτοτε, η δεύ­τερη γενιά δεν βρίσκει πλέον μόνι­μες θέσεις εργασίας».
Γκέτο παντού
Αυτή η θλιβερή κατάσταση αφο­ρά κυρίως τα αστικά γκέτο που, έχοντας διαμορφωθεί στα τέλη της δεκαετίας του 1970, επεκτάθηκαν σε μεγάλο βαθμό μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος.
«Προηγουμένως, ο τρόπος ζωής των Τσιγγάνων δεν ξεχώριζε από ε­κείνον των υπολοίπων. Εργάζονταν, έστελναν τα παιδιά τους στο σχολείο, είχαν πρόσβαση στο σύστημα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κ.λπ. Η περιθωριοποίηση τους ξεκί­νησε με τη "μετάβαση". Οι κάτοικοι των μικρών πόλεων δεν επωφελήθηκαν από την αναδιανομή των γαιών και υποχρεώθηκαν να μεταναστεύ­σουν προς τα μεγάλα αστικά κέ­ντρα», εξηγεί η Αντονίνα Ζελιάσκοβα, του Διεθνούς Κέντρου Με­λέτης των Μειονοτήτων και των Διαπολιτισμικών Σχέσεων (ΙMΙR).
 Στο Κουμάνοβο, στο βόρειο τμή­μα της ΠΓΔΜ πέντε χιλιάδες Ρομά συνωστίζονται σε έναν καταυλισμό ανάμεσα στους ποταμούς Λίπκοφσκα και Κονιάρσκα. Τα καταλύμα­τα, κατασκευασμένα από τούβλα και υλικά που περισυλλέχθηκαν α­πό τη γύρω περιοχή, βρίσκονται σε ζώνη εξαιρετικά επικίνδυνη εξαι­τίας των πλημμύρων. Συναντά κα­νείς μικρομάγαζα, φορτηγά γεμάτα καρπούζια και άεργους νέους.
Σύμφωνα με τον Μιλάν Ντεμιρόφσκι, πρόεδρο της οργάνωσης Khαν («ήλιος», στα Ρομανί), ο ο­ποίος διδάσκει παιδιά και ενήλικες αναλφάβητους: «Το 95% δεν έχει πρόσβαση ούτε στο κατώτατο κοινωνικό επίδομα. Μοναδι­κή τους λύση είναι να δημι­ουργήσουν τις δικές τους μικροεπιχειρήσεις, καθότι οι ε­ταιρείες εδώ προσλαμβάνουν βάσει της κοινοτικής ταυτότη­τας: για τους Ρομά ποτέ δεν υπάρχει θέση».
Το εν λόγω καθεστώς απο­δεικνύεται ιδιαίτερα ανθεκτικό, παρά την αποκέντρωση που ξεκίνησε το 2001. Μετά τις συγκρούσεις ανάμεσα στους αλβανούς μαχητές του Στρατού Εθνικής Απελευθέρωσης της Μακεδονίας (UCK-M) και το στρατό των Σκοπίων, οι συμφωνίες της Οχρίδας, της 13ης Αυγούστου 2001, παραχωρούν περισσό­τερα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα στις μειονότητες.
Εξ ου και η αισιοδοξία του Ερντουάν Ισενί, δημάρχου του Σούτο Οριζάρι, ενός προ­αστίου της κοινότητας των Σκοπίων στο οποίο οι Ρομά αποτελούν την πλειονότητα:
«Οι Ρομά ζουν καλύτερα ε­δώ παρά στις υπόλοιπες χώρες της περιοχής. Υπό αυτό το πρί­σμα, η ΠΓΔΜ θα μπορούσε να θεωρηθεί από τα πιο προοδευ­τικά κράτη της Ευρώπης».

Μικρή πατρίδα
Με δυναμικό σαράντα χι­λιάδων κατοίκων, η συνοικία, επονομαζόμενη Σούτκα, φαίνεται ότι πράγματι ευημερεί, με τα γραφικά μαγαζάκια της, τους εμπόρους με τις ελκυστικές βιτρίνες και τη σωρεία πελατών. Όμως, ακόμη κι εδώ, οι Ρομά αντιμετωπίζουν, σε κα­θημερινή βάση, διακρίσεις, ι­σχυρές προκαταλήψεις και πολιτικά εμπόδια. «Βάσει του νόμου περί αποκέντρωσης, η κοινότητα μας λαμβάνει μι­κρότερο προϋπολογισμό συ­γκριτικά με τους δήμους όπου ζουν Σκοπιανοί. Δεν έχουμε αρκετά χρήματα για να συνεχί­σουμε την ανακατασκευή των δρόμων και να εκσυγχρονίσου­με τις υποδομές μας», αναστε­νάζει ο δήμαρχος: «Ήταν πολύ καλύτερο τον καιρό της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο».
Κατά τρόπο μοναδικό σε παγκόσμια κλίμακα, το Σύ­νταγμα της ΠΓΔΜ προσδιο­ρίζει τους Ρομά ως αναπό­σπαστο κομμάτι του κράτους. Μόνο που, στην πραγματικό­τητα, «είναι αποκλεισμένοι α­πό τον πολιτικό βίο», διαβε­βαιώνει ο Κουρτιάντ.
Αναμφίβολα, οι συμφωνίες της Οχρίδας προβλέπουν τη χρήση της γλώσσας μιας μειο­νότητας στη διοίκηση κάποιας κοινότητας, εφόσον το 20% του πληθυσμού επιβεβαιώνει ότι ανήκει στην εν λόγο) μειο­νότητα. Όμως, από αυτή τη ρή­τρα επωφελούνται περισσότε­ρο οι Αλβανοί (το ένα τέταρτο της ΠΓΔΜ), παρά οι υπόλοι­πες κοινότητες της χώρας (Ρο­μά, Σέρβοι, Τορμπές, Αρουμάνοι, Βλάχοι κ.λπ.).
Από τους εκατόν είκοσι χι­λιάδες Τσιγγάνους που ζού­σαν στο Κόσοβο πριν από το 1999, απομένουν μονάχα τριάντα χιλιάδες περίπου, κι αυτοί βρίσκονται διασκορπι­σμένοι ανάμεσα στη σερβική ζώνη στο βόρειο τμήμα της χώρας καθώς και σε θύλακες του αλβανικού τομέα, νότια του Ιμπαρ. Το εύρος των καταστροφών στη Μιτρόβιτσα ή στην Πρίστινα καταμαρτυρεί τη βία της εθνικής εκκαθάρι­σης που μεσολάβησε.
Οι εξτρεμιστές του Απελευ­θερωτικού Στρατού του Κοσόβου (UCK) υποστήριξαν δή­θεν ότι οι Ρομά ήταν υποχεί­ρια του σερβικού στρατού, ούτως ώστε να δικαιολογήσουν τον διωγμό τους μετά το τέλος των βομβαρδισμών του NΑTO και την απόσυρση των σερβικών στρατευμάτων.
Συρματοπλέγματα διατρέ­χουν τη στέγη και οι δρόμοι φράζονται με το πρώτο σήμα συναγερμού: με αυτόν τον τρόπο η οικογένεια Φατόν Σ. υπερασπίζεται το σπίτι της στα υψώματα του Οράχοβατς/Ράχοβετς, στη μέση του no Man's land που σηματοδο­τεί το φυσικό σύνορο ανάμε­σα στην αλβανική πόλη και το σερβικό γκέτο.
Ποιο το νόημα;
Κατά τη διάρκεια των ταρα­χών του Μαρτίου 2004, τα επι­σφαλή προστατευτικά μέτρα δεν εμπόδισαν τους εξτρεμι­στές Αλβανούς να πυρπολή­σουν πολλά σπίτια της σερβι­κής συνοικίας.
«Μας απορρίπτουν και από τα δύο στρατόπεδα, σε βαθμό που ο γιος μου αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο ε­ξαιτίας της βίας που υφίστατο από τους αλβανούς συμμαθη­τές του», θρηνεί ο πατέρας του νεαρού άντρα. «Προσεύχομαι κάθε μέρα να μην του συμβεί τίποτα και να κατορθώσει να πάει στα ξαδέρφια του στη Γερμανία».

Ο τελευταίος  Ρομά
Διαφεύγοντας από τα κρού­σματα βίας, οι Τσιγγάνοι του Κοσόβου καταλήγουν συχνά να βρίσκουν... τη μιζέρια: οι χιλιάδες που φυτοζωούν στις τενεκεδουπόλεις του Σηκουά­να, στην περιφέρεια Σεν Ντενί, το γνωρίζουν πολύ καλά.
Στο Πρίζρεν, την παλαιά ε­μπορική πόλη νότια του Κοσό­βου όπου συμβίωναν, πριν α­πό τον πόλεμο, Αλβανοί, Σέρ­βοι, Ρομά Βόσνιοι και Τούρ­κοι, έξι χιλιάδες Ρομά προ­σπαθούν ακόμα να επιβιώσουν: «Εδώ, πριν από το 1999, διατηρούσαμε καλές σχέσεις με τις άλλες κοινότητες», ομολογεί με περηφάνια ο Νάσερ, ένας επιχειρηματίας. «Παιδί, μιλούσα Ρομανί με τους αλβα­νούς γείτονες μου, σερβικά και τούρκικα με τους συμμαθητές μου. Έχτισα το σπίτι μου με τα ίδια μου τα χέρια και θα παραμείνω στο Κόσοβο: είναι η πατρίδα μου.»
Εκ των πραγμάτων, την επο­χή της σοσιαλιστικής Γιουγκο­σλαβίας, οι Τσιγγάνοι -και ι­δίως εκείνοι από το Κόσοβο-έχαιραν πραγματικής αναγνώρισης, κοινωνικής, αλλά και πολιτισμικής (τα πρώτα ραδιοτηλεοπτικά προγράμμα­τα στα Ρομανί μεταδίδονταν στο Πριζρεν και στην Πρίστι­να). Εκπλήρωναν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, ενώ είχαν ενσωματωθεί στο πολι­τικό σύστημα, με αντιπροσώ­πους στη διοίκηση των ομό­σπονδων κρατών της χώρας.
Μόνο ένας Ρομά συνεχίζει να επιτελεί το λειτούργημα του δημοσίου κατηγόρου στο Πρίζρεν, ο οποίος είχε ανα­δειχθεί από την εποχή του Τί­το. «Δεν γνωρίζω σε τι θα μας ωφελήσει η ανεξαρτησία. Θέ­λουμε απλώς να ζήσουμε ειρη­νικά. Ευχόμαστε τα παιδιά μας να μπορέσουν να εργα­στούν στη γη που γεννήθηκαν και οι Ρομά να μην γίνονται πλέον βορά των τυφλών εθνικισμών», δηλώνει ο δημοσιο­γράφος Κουιτίμ Πακάκου.
Ελπίδα ή αυταπάτη; Κάνο­ντας την εμφάνιση τους στις χώρες της περιοχής από τις αρχές του 1990, τα ακραία ε­θνικιστικά κόμματα κινητο­ποιούν εύκολα την αγανάκτη­ση των περιθωριοποιημένων από την οικονομική μετάβαση εναντίον των Τσιγγάνων.
«Όταν οι Βούλγαροι που ζουν εν πολλοίς κάτω από το όριο της φτώχειας μαθαίνουν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εφαρ­μόζει προγράμματα βοήθειας ειδικά για τους Τσιγγάνους, ό­πως η δωρεάν ιατροφαρμα­κευτική περίθαλψη, ενώ, αντί­θετα, οι ίδιοι δεν μπορούν να προμηθευτούν φάρμακα ή να έχουν θέρμανση τον χειμώνα εξαιτίας του κόστους του ρεύματος, ακούνε πιο προσεκτι­κά τις θέσεις κάποιου εξτρεμι­στικού κόμματος όπως το Αlαkα», υπογραμμίζει ο Φρανσουά Φριζόν-Ρος, ερευνητής του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών (CNRΣ) και ειδικός επί ζητη­μάτων Βουλγαρίας.
Οι φτωχότεροι Ρομά, άνερ­γοι και δίχως μέσα βιοπορι­σμού, θεωρούνται έτσι «σφε­τεριστές», οι οποίοι κλέβουν, για παράδειγμα, ηλεκτρικό ρεύμα με παράνομες συνδέ­σεις χωρίς οι αρχές να τους ενοχλούν. Από την άλλη, τα μέ­σα ενημέρωσης δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στην κάλυ­ψη περιστατικών εγκλημάτων που αποδίδονται στην κοινό­τητα των Τσιγγάνων.
Κατά τις προεδρικές εκλο­γές του Οκτωβρίου 2006, ο συ­νασπισμός Αtαkα και ο ηγέτης του, Βόλεν Σίντεροφ, συσπεί­ρωσαν σχεδόν το ένα τέταρτο των βουλγάρων ψηφοφόρων: κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ζητούσαν «να γίνουν οι Τσιγγάνοι σαπούνι». Τώρα, αξιώνουν «κυβερνητικό πρόγραμμα για την καταπολέμηση της εγκλη­ματικότητας των Τσιγγάνων».
Τα πρώτα θύματα
Με τέτοια διασπορά μί­σους, ο Αtαkα προσελκύει ευ­ρεία στρώματα του πληθυ­σμού, τα οποία είναι πεπει­σμένα ότι όλα τα δεινά προέρ­χονται από τους Τσιγγάνους και θεωρούν ότι τα παραδο­σιακά κόμματα δεν αντιμετω­πίζουν το «πρόβλημα».
Στη Σερβία, ορισμένοι δια­νοούμενοι Ρομά επιχειρούν να ανακόψουν την άνοδο των εθνικιστών. «Είμαστε οι πιο α­ποφασισμένοι αντίπαλοι του Ριζοσπαστικού κόμματος», ι­σχυρίζεται ο Ράζκο Ντζούριτς, πρόεδρος της Ένωσης Ρομά. «Είκοσι οχτώ μέλη της οικογένειας μου δολοφονήθη­καν από τους Τσέτνικ κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο».
Με επικεφαλής τον Τόμισλαβ Νίκολιτς -μετά την κα­ταδίκη του προκατόχου του, Βόισλαβ Σέσελι, από το Διε­θνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία, που κρίνει τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας κατά τον πόλεμο της Κροατίας (1991- 1995)-, το Σερβικό Ριζοσπαστικό Κόμμα (SRS) διακήρυτ­τε ανέκαθεν ότι συνεχίζει την  ιδεολογική   και   λαϊκίστικη κληρονομιά των Τσέτνικ. Πιστοί στον βασιλιά Πέτρο Β' Καρατζόρτζεβιτ, αντιστά­θηκαν στις δυνάμεις του Άξονα και στους υποστηρικτές του Τίτο μεταξύ 1941 και 1945. Κρίθηκαν ένοχοι για σφαγές Κροατών, μουσουλμάνων, αλ­λά και Ρομά της περιοχής τους.
Ένθερμοι υποστηρικτές της «μεγάλης Σερβίας», οι ακραίοι  εθνικιστές του SRS επιθυ­μούν να συσπειρώσουν όλους τους πληθυσμούς Σέρβων των Βαλκανίων στους κόλπους του ιδίου κράτους και απορρί­πτουν κάθε πολιτικό ή πολιτι­σμικό δικαίωμα για τις μειονότητες της χώρας.
Πρόγραμμα απαράδεκτο για την Ένωση Ρομά: «Θέλου­με να γίνουμε σημαντικό κόμ­μα στο Κοινοβούλιο της Σερ­βίας, να διαμορφώσουμε ένα κίνημα πολιτών, δημοκρατικό και ανοιχτό σε όλες τις κοινό­τητες. Στις βουλευτικές εκλογές της 22ας Ιανουαρίου 2007 κερδίσαμε μία έδρα και δεκα­οχτώ χιλιάδες ψήφους, εκ των οποίων το ένα τρίτο προήλθε από ψηφοφόρους μη Ρομά», ε­ξηγεί ο πρόεδρος της Ένωσης. Στην πραγματικότητα, το παραπάνω αποτέλεσμα είναι μάλλον απογοητευτικό. Η Σερβία μετρά, για την ακρί­βεια, πάνω από διακόσιες χι­λιάδες τσιγγάνους ψηφοφό­ρους. Η κοινότητα χαρακτηρί­ζεται, επομένως, από διασπα­στικές τάσεις: «Τα κόμματα που βρίσκονται στην εξουσία εξαγόραζαν ανέκαθεν ψήφους με απατηλές υποσχέσεις ή με μερικά λίτρα ρακίζα (αλκο­όλ)», λέει ο Ντζούριτς.
Αυτοί οι «άλλοι»
To SRS έχει, πλέον, στο πλευρό του και την τραγουδί­στρια Μαρίζα Σερίφοβιτς, νι­κήτρια του Διαγωνισμού Τραγουδιού της Γιουροβίζιον το 2007: η συμβολή της επηρέασε πολλούς Ρομά, οι οποίοι ψή­φισαν το Ριζοσπαστικό κόμμα παρά τη ρατσιστική ρητορική του... Στη Βράνιε, αντιθέτως, στα νότια της χώρας, οι Τσιγ­γάνοι συνεχίζουν να υποστη­ρίζουν μαζικά το Σοσιαλιστι­κό Κόμμα της Σερβίας, του προσφάτως εκλιπόντος Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς.
Παντού στα Βαλκάνια, οι Τσιγγάνοι, περιθωριοποιημέ­νοι πια, δεν συμμετέχουν ισό­τιμα στο πολιτικό παιχνίδι. Μετατρέπονται σε υποχείρια κατά τις προεκλογικές περιό­δους χρησιμεύουν ως άλλοθι για τις ευρωπαϊκές επιδοτή­σεις, στιγματίζονται στο βωμό της δημαγωγίας. Ενσαρκώνο­ντας το ρόλο του «Άλλου», α­ντιπροσωπεύουν τον «Οικείο ξένο», καταφρονημένο, αλ­λά του οποίου η παρουσία εί­ναι άκρως αναγκαία.
Ποια καλή οικογένεια στη Σερβία θα μπορούσε να γιορ­τάσει τη «slava» της (γιορτή του αγίου προστάτη της οικο­γενείας) χωρίς τη συνοδεία των μουσικών Ρομά;
Επιδεικνύοντας αξιοσημεί­ωτη σχιζοφρένεια ως προς την ταυτότητα του, το φεστιβάλ Γκούτσα Γκόρα, που συγκε­ντρώνει κάθε χρόνο τις καλύτερες τσιγγάνικες ορχήστρες της Σερβίας, είναι από τα ση­μαντικότερα σημεία συνάντη­σης των Θιασωτών του σερβι­κού εθνικισμού.
Φορώντας μπλουζάκια με στάμπα τον Μιλόσεβιτς και τον στρατηγό Ράτκο Μλάντιτς, επικεφαλής του σερβι­κού στρατού της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από το 1992 ως το 1995, οι συμμετέχοντες στο γλέντι διασκεδάζουν με μία μουσική υπόκρουση την οποία κα­νείς δεν θα μπορούσε να προσδιορίσει με βεβαιότητα ως «βαλκανι­κή», «σερβική» ή «ρομά»...
Όμοια με άλλες μειονότητες νο­μάδων, όπως οι Αρουμάνοι ή οι Τορμπές, οι Ρομά των Βαλκανίων αποτελούν, λοιπόν, σημαντική συ­νιστώσα της «βαλκανικής ταυτότη­τας», η οποία έχει διαμορφωθεί α­πό κοινοτικές και γλωσσολογικές ιδιαιτερότητες, καθώς και από εδα­φικές διεκδικήσεις.
Για παράδειγμα, κάποιος Τσιγ­γάνος του Νόβι Παζάρ, στα νότια της Σερβίας, ενδέχεται να είναι σέρβος πολίτης, να νιώθει ότι ανή­κει πολιτισμικά στο Σαντζάκ (πε­ριοχή ανάμεσα στη Σερβία και το Μαυροβούνιο), να ασκεί τα θρη­σκευτικά του καθήκοντα ως μου­σουλμάνου καινά μιλά... αλβανικά, καθότι η οικογένεια του διατηρεί μακρόχρονες εμπορικές σχέσεις με το Κόσοβο. Οι Ρομά του Πρίζρεν (Κόσοβο) συστήνονται ως σουνίτες μουσουλμάνοι, ωστόσο, ορισμένοι ανήκουν σε αδελφάτα Σούφι, όπως το ταγμάτων δερβίσηδων Ριφαί.
Αντίθετα με τα μοντέλα που ε­φαρμόστηκαν στις χώρες της περιοχής, μετά την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τα πρότυπα του γαλλικού έθνους- κράτους, η ταυτότητα δεν μπορεί και δεν είναι ποτέ «μία».
Λίγο απ' όλα
Διαμορφώνεται σε συνάρτηση με πολλαπλά γλωσσολογικά, θρησκευτικά και κοινωνικά - επαγγελ­ματικά πλαίσια, ενώ διαφοροποιεί­ται αναλόγως των οικονομικών και πολιτικών περιορισμών.
Πρώην μουσουλμάνοι υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Τσιγγάνοι της Βουλγαρίας δηλώ­νουν σήμερα στην πλειονότητα τους ορθόδοξοι. Όσο για εκείνους που μιλούν ακόμη τουρκικά, παρι­στάνουν συχνά τους Τούρκους για να μεταναστεύσουν ευκολότερα στην Κωνσταντινούπολη...
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και οι μετακινήσεις πληθυσμών με­τά τους πολέμους της δεκαετία; του 1990 επιτάχυναν δραματικά τη δια­δικασία της πλασματικής διάκρισης εθνικών ταυτοτήτων και της πολιτι­σμικής ισοπέδωσης. Η Κροατία και το Κόσοβο δεν μετρούν πλέον σερ­βικές κοινότητες, δύο ομοιογενείς οντότητες μοιράζονται τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ενώ οι Ούγγροι εγκα­ταλείπουν τη Βοϊβοδίνα.
Σε ένα βαλκανικό τοπίο που βρί­σκεται συνεχώς σε οικοδόμηση, οι Ρομά, όπως και οι υπόλοιπες μειο­νότητες που στερούνται «στέρεου» εδάφους, θα κατορθώσουν να δια­τηρήσουν τη θέση τους;
Τίποτα δεν είναι λιγότερο βέ­βαιο. Εκτός αν οι οργανώσεις Ρο­μά, όπως η Διεθνής Ένωση Ρομανί, αποκτήσουν επιτέλους την απαι­τούμενη πολιτική βαρύτητα ώστε η φωνή τους να αντηχήσει στην εθνι­κή, περιφερειακή και διεθνή πολι­τική σκηνή.

ΑΚΤΙΒΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΟΤΗΤΑΣ ΣΙΝΤΙ
«Να ενταχθούν οι Ρομά και όχι να διώκονται όπως στην εποχή του φασισμού
«Τις διακρίσεις εναντίον μας η πλειοψηφία τις αποδέχεται και τις συμμερίζεται, αυτό δεν αποτελεί πια σκάνδαλο». Η Εύα Ριτσίν, μια τριαντάχρονη που γεννήθηκε στο Ούντινε, είναι μια από τις πολλές ιταλίδες σίντι. «Είμαστε εδώ από το 1400 -διευκρινίζει- Νομάδες δεν είναι ο σωστός όρος, οι περισσότεροι από μας είναι μόνιμα εγκατεστημένοι». Η πτυχιακή της εργασία είχε θέμα την κοινότητά της και το διδακτορικό της τα φαινόμενα κατά των Τσιγγάνων, σήμερα δουλεύει με τον σύλλογο "Άρθρο 3", μια ομάδα που υπερασπίζεται «όλες τις μειονότητες που είναι θύματα διακρίσεων»: Ρομά, εβραίους, ομοφυλόφιλους και μετανάστες.

Ποια είναι η γνώμη σας για την πρόταση του Μαρόνι να φακελώσει τα παιδιά σους καταυλισμούς παίρνοντας τους τα δα­κτυλικά αποτυπώματα;
Νιώθω φρίκη Είναι μια δημαγωγική, διωκτική πρόταση, που κάνει διακρίσεις ανάμεσα στους πολίτες. Με ρατσιστική υφή. Μας φέρνει πίσω στην ιστορία: κατά τη διάρκεια του Β' Παγκο­σμίου Πολέμου εξοντώθηκαν από 400 έως 600 χιλιάδες ρομά και σίντι. Για φυλετικούς λόγους βασανίστηκαν, μπήκαν στους θαλά­μους αερίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και χρησιμοποιήθηκαν ως πειραματόζωα σε ιατρικά πειράματα. Μόνο επειδή ήταν «τσιγ­γάνοι». Ήμασταν ανάξιοι να ζούμε. Η Ιταλία συνέβαλε σ' αυτή τη σφαγή: ήδη από τα πρώτα χρόνια του φασιστικού καθεστώτος άρχισαν οι διώξεις των ρομά. Σήμερα έχουμε μια απ' τα ίδια. Με νόμους όχι πολύ διαφορετικούς.
Μα ο υπουργός λέει ότι η παρέμβαση του έχει σκοπό να προστατέψει τα παιδιά.
Σιγά! Αυτός τρέφει μόνο το αίσθημα κατά των τσιγγάνων που έχει φθάσει σε δραματικό επίπεδο μέσα στη χώρα. Από το 2005 υπήρξε μια απίστευτη κλιμάκωση: εκκενώσεις των καταυλισμών, επεισόδια αδικαιολόγητης βίας όπως στη Νάπολη, για να καταλήξουμε τώρα στη μη παραδοχή των δικαιωμάτων τους. Εύχομαι η πρόκληση του Μαρόνι να μην έχει συνέχεια, γιατί προτάσεις αυτού του είδους είναι δυνατό να δυναμιτίσουν την ασφάλεια όλων. Είναι άλλα τα εργαλεία για να επιλυθούν οι προβληματικές που όντως υπάρχουν.
Τι γνώμη έχετε για τις φωνές διαμαρτυ­ρίας που ξεσηκώθηκαν ενάντια στη διάταξη του;
Είναι παρήγορες. Υπάρχει ανάγκη ενότητας και υποστήριξης σ' αυτή τη φάση: κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα από τον χώρο στον οποίο ανήκει, πρέπει να εκδηλώσει τη διαφω­νία του, αν πιστεύει στο κράτος δικαίου και στις αξίες της δημοκρατίας. Προτείνω μια προβοκατόρικη εκστρατεία: να ζητήσουμε από όλους τους ενηλίκους να σταθούν πλάι στα παιδιά δίνοντας τα δακτυλικά τους απο­τυπώματα. Θα ήταν ένα ισχυρό πολιτικό σήμα. Επίσης ελπίζω ότι η αγανάκτηση των ιταλικών και διεθνών οργανισμών θα κάνουν την κυβέρνηση να αλλάξει γνώμη. Υπάρχουν οικονομικά και νομικά μέσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι σε θέση να βρουν τις σωστές λύσεις. Θα ήταν αρκετό να τα εφαρμόσουν.. Μα η Ιταλία δεν το κάνει.
Επεμβάσεις τι είδους;
Προβλέπονται υπηρεσίες διαπολιτισμικής με­σολάβησης σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση και τους θεσμούς. Επίσης, ορίζονται πρωταρχικά δικαιώματα που πρέπει να δοθούν στους ρομά, όπως η κατοικία και η εκπαίδευση. Στην Ιταλία αντίθετα ο κόσμος αγανακτεί για τις απάνθρωπες συνθήκες στις οποίες μεγαλώνουν τα παιδιά των καταυλισμών, χωρίς να πιέζει για να βρεθεί μια εναλλακτική λύση γι' αυτά. Μια σωστή διαμονή. Οι καταυλισμοί των νομάδων είναι πράγματι μια εξ ολοκλήρου ιταλική εφεύρεση: οι περισσότεροι από μας θέλουν τον σεβασμό του δικαιώματος της κατοικίας.
Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα με τα παιδιά που δεν τα στέλνουν στο σχολείο.
Μόνο ένα μικρό μέρος. Αυτά που δεν πηγαί­νουν δεν μπορούν. Με τις αναγκαστικές εκκενώσεις των καταυλισμών, με τις συμπε­ριφορές διάκρισης και με εμπόδια όπως το κόστος και η απόσταση, γίνεται αδύνατο να πάνε στο σχολείο. Πάντως τα περισσότερα παιδιά αρχίζουν τον εκπαιδευτικό κύκλο. Η φοίτηση είναι ένα σημαντικό κλειδί για τη χειραφέτηση των μελλοντικών γενεών. Πρέ­πει όμως να διαμορφώσουμε ένα σχολείο που να αναγνωρίζει τον πολιτισμό των παιδιών σίντι: στις τάξεις υπάρχουν ακόμη μορφές διαχωρισμού.
Έχετε συνταγές καταπολέμησης της ρατσιστικής πολιτικής της κυβέρνησης;
Οι αποτελεσματικές πολιτικές επιτυγχάνονται μόνο δημιουργώντας μια σχέση με τους ρομά και τους σίντι. Όπως υποδεικνύει η Ευρώπη. Αντίθετα υπάρχει μια απόλυτη άγνοια για τον πολιτισμό μας. Αυτό είναι παράλογο. Η γνώση, η ανταλλαγή απόψεων, ο διάλογος και η συμμετοχή είναι τα μέσα για να νικήσουμε τις προκαταλήψεις. Αυτή τη στιγ­μή υπάρχει ένας ισχυρός ακτιβισμός των κοινοτήτων ρομά, ας ξεκινήσουμε από κει.
 http://www.panaitoliki.gr/index.php    ΠΑΛΛΑΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΑΠΕ - ΜΠΕ      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου