Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΡΟΜΑ


ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ... ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ... ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ...

Η Ελληνική κοινωνία στο σύνολό της, δεν στάθηκε θετικά στην κοινωνική αποδοχή και ένταξη των μειονεκτικών κοινωνικών ομάδων, πολύ περισσότερο δε των Τσιγγάνων, και δεν δημιούργησε με έναν οργανωμένο τρόπο τις προσβάσεις στα ανελαστικά κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη όπως ορίζονται σε μια σύγχρονη και Δημοκρατική πολιτεία, σε αυτά δηλαδή της κατοικίας, της υγείας, της παιδείας, της κοινωνικής ασφάλισης και της πρόνοιας, της απασχόλησης και της κοινωνικής συμμετοχής.
Για πολλές δεκαετίες η κυρίαρχη συλλογική αντίληψη για τις συνθήκες διαβίωσης των Τσιγγάνων, θέλει τους Τσιγγάνους να επιλέγουν συνειδητά ως τρόπο ζωής το στερεότυπο μοντέλο του πλανόδιου σκηνίτη, του αποκομμένου από τις κοινωνικές δομές (και άρα «αντικοινωνικού») Τσιγγάνου.
Το συλλογικό αυτό στερεότυπο αποτέλεσε την αιτιολογική βάση για στρεβλώσεις και υπερβολές που έφθασαν μέχρι ακραίες καλυμμένες ή απροκάλυπτες ρατσιστικές θεωρήσεις για την αντικοινωνική φύση του Τσιγγάνου, ο οποίος με βάση τις αντιλήψεις αυτές, ζει στην αθλιότητα από επιλογή. Οι θεωρήσεις αυτές που κυριάρχησαν σε πλείστες των περιπτώσεων, δημιούργησαν τα συλλογικά άλλοθι της Ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας για την απραξία (στην καλύτερη περίπτωση) ή για την βίαιη στάση απέναντι σε ολόκληρες κοινότητες και ομάδες Τσιγγάνων.
Η συλλογική κοινωνική αντίληψη διατείνεται ότι οι Τσιγγάνοι είναι εκ φύσεως περιθωριακοί, παραβατικοί, απαίδευτοι και γενικά απροσάρμοστοι σε πρότυπα ζωής που η πλειοψηφούσα κοινωνία επιλέγει. Να θυμίσουμε λοιπόν ότι τέτοιες απλοϊκές φαινομενικά απόψεις είναι αυτές που δημιούργησαν ιστορικά την θεωρητική βάση του φυλετικού και κοινωνικού ρατσισμού, που οδήγησαν την ανθρωπότητα στις γνωστές επαίσχυντες πράξεις και ακρότητες. (Εξάλλου οι τελευταίες συγκλονιστικές αποκαλύψεις της γενετικής ιατρικής με την αποκωδικοποίηση του ανθρώπινου γωνιδιώματος, έθεσαν αμετάκλητα στον κάδο απορριμμάτων της ανθρώπινης σκέψης τις θεωρήσεις του φυλετικού ρατσισμού.)
Οι Τσιγγάνοι λοιπόν πράγματι ζουν περιθωριακά, πράγματι αναπτύσσουν παραβατικές συμπεριφορές (αν και κατά τα φαινόμενα αυτό δεν έχει καμία σχέση με υψηλή εγκληματικότητα), πράγματι έχουν πολύ χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, πράγματι δείχνουν δυσκολία προσαρμογής στις κοινωνικές δομές. Η κατάσταση όμως αυτή είναι αποτέλεσμα όχι συνειδητής επιλογής αλλά στάσης επιβίωσης απέναντι σε ένα ολοένα και εχθρικότερο κοινωνικό σώμα που διαρκώς εντείνει τις συνθήκες ανισότητας, περιθωριοποίησης, αποκλεισμού και απομόνωσης.
Είναι απολύτως βέβαιο ότι οι όροι αυτοί δεν αντιμετωπίζονται ούτε με καταστολή, ούτε με περαιτέρω συμπίεση των δικαιωμάτων, ούτε με ένταση του χωρικού και κοινωνικού αποκλεισμού, όπως συνέβη στο παρελθόν και συνεχίζει και σήμερα να συμβαίνει. Τα φαινόμενα αυτά είναι αναστρέψιμα μόνο με οργανωμένες και μακροχρόνιες πολιτικές ένταξης.
Η σημερινή θέση της Τσιγγάνικης κοινότητας στην Ελληνική κοινωνία χαρακτηρίζεται από φαινόμενα ακραίου κοινωνικού αποκλεισμού. Οι Έλληνες Τσιγγάνοι πολίτες στην συντριπτική τους πλειοψηφία διαβιούν στην Ελλάδα του 21ου αιώνα σε ένα απόλυτο περιθώριο στο οποίο τους οδήγησε κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες το μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, το οποίο μέσα από τις διαδικασίες «εξαστισμού» της Ελληνικής κοινωνίας, ισοπέδωσε την πολιτισμική πολυμορφία της κοινωνικής δομής, και αφομοίωσε τον πολιτισμικό και κοινωνικό πλουραλισμό δημιουργώντας νέες κοινωνικές σχέσεις και ισορροπίες.
Την διαδικασία αυτή δεν ακολούθησαν οι Έλληνες Τσιγγάνοι οι οποίοι παρέμειναν μια ομάδα με υψηλό βαθμό συνοχής, εσωτερικής αλληλεγγύης και συσπείρωσης.
Η συσπείρωση αυτή ενέχει θετικά χαρακτηριστικά εφόσον συνέβαλε στην διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας ενός ιστορικού πληθυσμού, είναι όμως και ένδειξη αρνητικών (κυρίως αμυντικών) στάσεων που καλλιεργήθηκαν κάτω από την πίεση του κυρίαρχου πλειοψηφικού σώματος.
Οι πρόσφατες κοινωνικοοικονομικές μεταβολές στην Ελληνική κοινωνία έχουν δημιουργήσει τις συνθήκες για αυξανόμενο κοινωνικό αποκλεισμό, με αποτέλεσμα οι συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων Τσιγγάνων πολιτών να παρακμάζουν ολοένα και περισσότερο. Η διεύρυνση του χώρου των κοινωνικά αποκλεισμένων, ιδιαίτερα με την εμφάνιση των κυμάτων των οικονομικών μεταναστών και των προσφύγων επιτείνει την κατάσταση αυτή.
Η θέση της Τσιγγάνικης κοινότητας στην κοινωνική δομή, τίθεται σταδιακά σε πλήρη κρίση, όταν από την δεκαετία του 1960 επέρχονται στην ελληνική οικονομία και κοινωνία σημαντικές μεταβολές.
Η παρακμή και η ερήμωση της αγροτικής υπαίθρου λόγω της τότε βιομηχανικής ανάπτυξης, της μετανάστευσης και της αστυφιλίας, στερεί από τους Τσιγγάνους τον «ζωτικό χώρο» οικονομικής τους δραστηριότητας σε ότι αφορά την «κοινωνικά χρήσιμη» εργασιακή τους διέξοδο στον αγροτικό χώρο.
Η ανάπτυξη βιομηχανοποιημένων προϊόντων ευρείας κατανάλωσης αχρηστεύει τις επαγγελματικές τους δεξιότητες ως τεχνίτες, ενώ η σταδιακή έκρηξη του τριτογενή τομέα και βέβαια κυρίως του εμπορίου τους αποκόβει από την φυσική για τον νομαδικό τρόπο ζωής τους διέξοδο στο γυρολογικό εμπόριο.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η φτωχή Τσιγγάνικη κοινότητα γίνεται φτωχότερη λόγω της απώλειας της δυνατότητας παραγωγής του αναγκαίου για την επιβίωση εισοδήματος, ενώ συνήθως φορές αναγκάζονται να πλησιάσουν περισσότερο στα αστικά κέντρα, τα οποία αναπτύσσονται ως πόλοι οικονομικής ανάπτυξης, που δημιουργούν δυνατότητες και ευκαιρίες για δευτερεύουσες εργασίες.
Η ανάπτυξη όμως των αστικών κέντρων, που διογκώνει τις πόλεις και προκαλεί προϋποθέσεις εκμετάλλευσης της γης, ιδιαίτερα με τον μηχανισμό της αντιπαροχής, εξαναγκάζει τους Τσιγγάνους στην ολοένα και πιο υποβαθμισμένη εγκατάσταση, στις περιαστικές ζώνες των πόλεων, ιδιαίτερα σ΄ αυτές με έντονα τα χαρακτηριστικά της περιβαλλοντικής και αστικής παρακμής.
Περιοχές κατ΄ εξοχήν εκτός σχεδίου πόλης, βιομηχανικές ζώνες, περιοχές αυθαίρετης και άναρχης δόμησης, περιοχές γενικότερης απαξίας της γης, έλκουν την εγκατάσταση των κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων και ιδιαίτερα των Τσιγγάνων, δημιουργώντας θύλακες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά κυρίως δημιουργώντας τις συνθήκες για το βάθεμα του, τις συνθήκες για αυξανόμενη κοινωνική παρακμή. Οι περιοχές αυτές χαρακτηρίζονται από την παντελή συνήθως απουσία στοιχειωδών υποδομών, τεχνικών (ύδρευσης, αποχέτευσης, συγκοινωνίας κλπ.) αλλά κυρίως κοινωνικών (σχολείων, ιατρείων, υπηρεσιών κλπ.).
Η έλλειψη αυτή βαθαίνει ακόμη περισσότερο τις συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού και αποκόπτει την πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά και δικαιώματα, δημιουργώντας μια σπειροειδή προς τα κάτω κίνηση, αυξανόμενου και βέβαια ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ κοινωνικού αποκλεισμού.
Η συνοπτική αυτή περιγραφή του μηχανισμού δημιουργίας «θυλάκων» φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού δεν αφορά μόνο τους Τσιγγάνους. Στις περιοχές αυτές συγκεντρώνονται πλήθος ομάδων, με διαφορετική κουλτούρα, καταγωγή και προέλευση, με ένα κοινό χαρακτηριστικό: Την - απόλυτη πολλές φορές- φτώχεια που οδηγεί στην κοινωνική περιθωριοποίηση και αποκλεισμό.

Το στοιχείο αυτό σε πολλές περιπτώσεις δημιούργησε μια «εσωτερική» κοινωνική διαμάχη (στο εσωτερικό των ομάδων των κοινωνικά αποκλεισμένων) και σύγκρουση για την κατάκτηση της ηγεμονίας στην κλίμακα του «θύλακα». Στο πλαίσιο μιας θεώρησης της Κοινωνικής Ψυχολογίας, φαίνεται ότι ο κοινωνικά αποκλεισμένος, αναζητεί έναν «πιο» κοινωνικά αποκλεισμένο, για να αμβλύνει την αυτό-συνείδησή του ως κοινωνικά αποκλεισμένος. Σε αυτήν την αλυσίδα οι Τσιγγάνοι και λόγω της έντονης πολιτισμικής τους διαφοράς βρίσκονται σε μια διαρκώς χαμηλότερη κοινωνική ισορροπία, χωρίς να έχουν τους όρους και τις προϋποθέσεις να διεκδικήσουν τους όρους ισότιμης κοινωνικής ένταξης.

Έτσι οι Τσιγγάνοι, μέσα από την εξέλιξη αυτών των φαινομένων, έρχονται σε μια τριπλή σύγκρουση:

- Με το κυρίαρχο κοινωνικό σώμα και το σύστημά του, εφόσον από την μια πλευρά δεν παρέχουν πλέον κοινωνικά χρήσιμη εργασία ενώ από την άλλη πλευρά αντιστέκονται στην πολιτισμική αφομοίωση και απώλεια της κοινωνικής τους ταυτότητας.

- Με άλλες ομάδες κοινωνικά αποκλεισμένων, στο πλαίσιο της ενδοσύγκρουσης στην μικροκλίμακα των «θυλάκων».

- Με τμήμα των ίδιων των Τσιγγάνων, οι οποίοι είτε λόγω φυλετικής διαφοροποίησης, είτε λόγω κοινωνικών συγκυριών επιλέγουν και επιτυγχάνουν την minimum κοινωνική ένταξη και ενσωμάτωση, βαίνοντας τα πρώτα σκαλιά της διαδικασίας αστικοποίησης.
Η κατάσταση αυτή δημιουργεί μια νέα συσπείρωση των Τσιγγάνικων κοινοτήτων, που όμως αυτή τη φορά «κλείνει» τους διαύλους επικοινωνίας με το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα. Αυτή τη φορά η συσπείρωση αυτή είναι κατ΄ εξοχήν συσπείρωση αμυντική και άρα αρνητική.
Και αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης δεν μπορεί παρά να είναι η διαρκής επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης, με όλα τα παράγωγα της παραβατικότητας σε όλα τα επίπεδα, που ανατροφοδοτεί τον φαύλο κύκλο του κοινωνικού αποκλεισμού και μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και την κοινωνία των αποκλεισμένων.
Η κατάσταση αυτή του αυξανόμενου και διαρκώς επιδεινούμενου κοινωνικού αποκλεισμού των Τσιγγάνων νομάδων αστέγων, ορίζεται ως ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ. Μπορεί ακόμη να οριστεί και ως ΟΡΙΑΚΟΣ, εφόσον αγγίζει πλέον τα όρια των συνθηκών επιβίωσης, όχι μόνο πολιτισμικής, όχι μόνο κοινωνικής, αλλά πολλές φορές και φυσικής. Αν η διαπίστωση αυτή ακούγεται ως συναισθηματικά φορτισμένη, μια ανάλυση των δεικτών παιδικής θνησιμότητας και ορίου ζωής των Τσιγγάνων, είναι επαρκής για να πείσει.
Η Ελληνική κοινωνία στο σύνολό της, δεν στάθηκε θετικά στην κοινωνική αποδοχή και ένταξη των μειονεκτικών κοινωνικών ομάδων, πολύ περισσότερο δε των Τσιγγάνων, και δεν δημιούργησε με έναν οργανωμένο τρόπο τις προσβάσεις στα ανελαστικά κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη όπως ορίζονται σε μια σύγχρονη και Δημοκρατική πολιτεία, σε αυτά δηλαδή της κατοικίας, της υγείας, της παιδείας, της κοινωνικής ασφάλισης και της πρόνοιας, της απασχόλησης και της κοινωνικής συμμετοχής.
Για πολλές δεκαετίες η κυρίαρχη συλλογική αντίληψη για τις συνθήκες διαβίωσης των Τσιγγάνων, θέλει τους Τσιγγάνους να επιλέγουν συνειδητά ως τρόπο ζωής το στερεότυπο μοντέλο του πλανόδιου σκηνίτη, του αποκομμένου από τις κοινωνικές δομές (και άρα «αντικοινωνικού») Τσιγγάνου.
Το συλλογικό αυτό στερεότυπο αποτέλεσε την αιτιολογική βάση για στρεβλώσεις και υπερβολές που έφθασαν μέχρι ακραίες καλυμμένες ή απροκάλυπτες ρατσιστικές θεωρήσεις για την αντικοινωνική φύση του Τσιγγάνου, ο οποίος με βάση τις αντιλήψεις αυτές, ζει στην αθλιότητα από επιλογή. Οι θεωρήσεις αυτές που κυριάρχησαν σε πλείστες των περιπτώσεων, δημιούργησαν τα συλλογικά άλλοθι της Ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας για την απραξία (στην καλύτερη περίπτωση) ή για την βίαιη στάση απέναντι σε ολόκληρες κοινότητες και ομάδες Τσιγγάνων.
Η συλλογική κοινωνική αντίληψη διατείνεται ότι οι Τσιγγάνοι είναι εκ φύσεως περιθωριακοί, παραβατικοί, απαίδευτοι και γενικά απροσάρμοστοι σε πρότυπα ζωής που η πλειοψηφούσα κοινωνία επιλέγει. Να θυμίσουμε λοιπόν ότι τέτοιες απλοϊκές φαινομενικά απόψεις είναι αυτές που δημιούργησαν ιστορικά την θεωρητική βάση του φυλετικού και κοινωνικού ρατσισμού, που οδήγησαν την ανθρωπότητα στις γνωστές επαίσχυντες πράξεις και ακρότητες. (Εξάλλου οι τελευταίες συγκλονιστικές αποκαλύψεις της γενετικής ιατρικής με την αποκωδικοποίηση του ανθρώπινου γωνιδιώματος, έθεσαν αμετάκλητα στον κάδο απορριμμάτων της ανθρώπινης σκέψης τις θεωρήσεις του φυλετικού ρατσισμού.)
Οι Τσιγγάνοι λοιπόν πράγματι ζουν περιθωριακά, πράγματι αναπτύσσουν παραβατικές συμπεριφορές (αν και κατά τα φαινόμενα αυτό δεν έχει καμία σχέση με υψηλή εγκληματικότητα), πράγματι έχουν πολύ χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, πράγματι δείχνουν δυσκολία προσαρμογής στις κοινωνικές δομές. Η κατάσταση όμως αυτή είναι αποτέλεσμα όχι συνειδητής επιλογής αλλά στάσης επιβίωσης απέναντι σε ένα ολοένα και εχθρικότερο κοινωνικό σώμα που διαρκώς εντείνει τις συνθήκες ανισότητας, περιθωριοποίησης, αποκλεισμού και απομόνωσης.
Είναι απολύτως βέβαιο ότι οι όροι αυτοί δεν αντιμετωπίζονται ούτε με καταστολή, ούτε με περαιτέρω συμπίεση των δικαιωμάτων, ούτε με ένταση του χωρικού και κοινωνικού αποκλεισμού, όπως συνέβη στο παρελθόν και συνεχίζει και σήμερα να συμβαίνει. Τα φαινόμενα αυτά είναι αναστρέψιμα μόνο με οργανωμένες και μακροχρόνιες πολιτικές ένταξης.
Η σημερινή θέση της Τσιγγάνικης κοινότητας στην Ελληνική κοινωνία χαρακτηρίζεται από φαινόμενα ακραίου κοινωνικού αποκλεισμού. Οι Έλληνες Τσιγγάνοι πολίτες στην συντριπτική τους πλειοψηφία διαβιούν στην Ελλάδα του 21ου αιώνα σε ένα απόλυτο περιθώριο στο οποίο τους οδήγησε κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες το μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, το οποίο μέσα από τις διαδικασίες «εξαστισμού» της Ελληνικής κοινωνίας, ισοπέδωσε την πολιτισμική πολυμορφία της κοινωνικής δομής, και αφομοίωσε τον πολιτισμικό και κοινωνικό πλουραλισμό δημιουργώντας νέες κοινωνικές σχέσεις και ισορροπίες.
Την διαδικασία αυτή δεν ακολούθησαν οι Έλληνες Τσιγγάνοι οι οποίοι παρέμειναν μια ομάδα με υψηλό βαθμό συνοχής, εσωτερικής αλληλεγγύης και συσπείρωσης.
Η συσπείρωση αυτή ενέχει θετικά χαρακτηριστικά εφόσον συνέβαλε στην διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας ενός ιστορικού πληθυσμού, είναι όμως και ένδειξη αρνητικών (κυρίως αμυντικών) στάσεων που καλλιεργήθηκαν κάτω από την πίεση του κυρίαρχου πλειοψηφικού σώματος.
Οι πρόσφατες κοινωνικοοικονομικές μεταβολές στην Ελληνική κοινωνία έχουν δημιουργήσει τις συνθήκες για αυξανόμενο κοινωνικό αποκλεισμό, με αποτέλεσμα οι συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων Τσιγγάνων πολιτών να παρακμάζουν ολοένα και περισσότερο. Η διεύρυνση του χώρου των κοινωνικά αποκλεισμένων, ιδιαίτερα με την εμφάνιση των κυμάτων των οικονομικών μεταναστών και των προσφύγων επιτείνει την κατάσταση αυτή.
www.oikokoinonia.gr/roma_

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου